- πρωτοπλασματικός
- -ή, ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωτόπλασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτόπλασμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοπλασματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωτόπλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυτταρικό τοίχωμα — Μη πρωτοπλασματικός σχηματισμός που συναντάται στα φυτικά κύτταρα. Η παρουσία του είναι σημαντική, γιατί συντελεί στον καθορισμό του σχήματος των φυτικών κυττάρων και, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργούνται φυτικοί οργανισμοί με μεγάλο … Dictionary of Greek